- ἐνιππάζομαι
- ἐνιππ-άζομαι, = sq., Arr.An.2.6.3, Plu.Mar.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενιππάζομαι — ἐνιππάζομαι (Α) [ιππάζομαι] ενιππεύω («ἐπιτήδειον ἐνιππάσασθαι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐνιππάζεσθαι — ἐνιππάζομαι pres inf mp ἐνιππάζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιππάσασθαι — ἐμπάσσω sprinkle in aor inf mid ἐνιππάζομαι aor inf mp ἐνιππάζομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)